νεγροαφρικανικός

νεγροαφρικανικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους νέγρους τής Αφρικής («νεγροαφρικανικές γλώσσες»). [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. negro-african].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”